ἀγοραστῶν

ἀγοραστῶν
ἀγοραστής
the slave who had to buy
masc gen pl
ἀγοραστός
bought
fem gen pl
ἀγοραστός
bought
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • απρασία — ἀπρασία, η (Α) έλλειψη αγοραστών …   Dictionary of Greek

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… …   Dictionary of Greek

  • εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… …   Dictionary of Greek

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καταναλωτικός — ή, ό (Α καταναλωτικός, ή, όν) [καταναλίσκω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατανάλωση ή γίνεται για κατανάλωση και εξαρτάται από αυτήν (α. «καταναλωτικά αγαθά» β. «καταναλωτικοί συνεταιρισμοί») νεοελλ. φρ. α) «καταναλωτικό κοινό» το σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοψώνιο — το (οικον.) αγορά που χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό αγοραστών έναντι ενός μεγάλου αριθμού πωλητών, σε αντιδιαστολή προς το ολιγοπώλιο …   Dictionary of Greek

  • πελατεία — η, ΝΑ [πελάτης] νεοελλ. το σύνολο τών αγοραστών ή καταναλωτών καταστήματος ή επαγγελματία αρχ. (στη Ρώμη) το σύνολο τών πελατών, δηλ. τών αδυνάτων που προστατεύονταν από κάποιον ισχυρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”